- ταυρίνη
- (I)και ταυρείνη, ἡ, Μ, και μόνον στον πληθ. ταυρεῑναι, αἱ, Αείδος υποδήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taurina (< taurus «ταύρος»)].————————(II)η, Ν(βιοχ.) μη καρβοξυλικό αμινοξύ το οποίο προέρχεται από το κυστεϊνικό οξύ και τού οποίου η λειτουργία είναι να συνδέεται με τα χολικά οξέα και να επιτρέπει την πέψη και την εντερική απορρόφηση τών λιποειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. taurine < λατ. taurus (< ταύρος) + -ίνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.